- ἀδιαλλάκτους
- ἀδιάλλακτοςirreconcilablemasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παλινόρθωση — Στη Γαλλία, ο όρος αρχικά χαρακτήριζε την αποκατάσταση στον θρόνο του πρωτότοκου κλάδου των Βουρβώνων, αλλά η έννοιά του διευρύνθηκε γρήγορα και σήμαινε την περίοδο της ιστορίας ολόκληρης της Ευρώπης από το 1815 μέχρι το 1830, κατά την οποία… … Dictionary of Greek
Ίσαυροι — Βυζαντινή δυναστεία, η οποία προερχόταν από την Ισαυρία (βλ. λ.) της Μικράς Ασίας – παρότι τόπος γέννησης του ιδρυτή της δυναστείας, Λέοντα Γ’, ήταν η Γερμανικεία της Συρίας. Χάρη στα δύο πρώτα μέλη της, η δυναστεία των Ι. διαδραμάτισε ιδιαίτερο… … Dictionary of Greek
Κλήμης ο Αλεξανδρεύς — (Τίτος Φλάβιος Κλήμης, Αθήνα 150; – Μικρά Ασία 215; μ.Χ.). Πατέρας της χριστιανικής Εκκλησίας. Σε νεαρή ηλικία έγινε χριστιανός και ταξίδεψε για μεγάλο διάστημα προκειμένου να σπουδάσει. Τελικά εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια, όπου στους κόλπους… … Dictionary of Greek
Ορεινοί — (Montagnards). Έτσι ονομάστηκαν κατά τη Γαλλική Επανάσταση τα μέλη της πολιτικής εκείνης ομάδας που, έπειτα από τη Συμβατική Συνέλευση, κάθονταν στα πίσω (και ψηλότερα) αριστερά καθίσματα της αίθουσας στο όρος (montagne) όπως το χαρακτήριζαν… … Dictionary of Greek
Τυνησία — I Τυνησία Κράτος της βόρειας Αφρικής. Βρέχεται στα βόρεια και στα ανατολικά από τη Mεσόγειο, και συνορεύει στα δυτικά με την Aλγερία και στα νότια με τη Λιβύη.Tο έδαφος της Tυνησίας περιλαμβάνει το τμήμα εκείνο της Σαχάρας που εκτείνεται στα… … Dictionary of Greek
Χάρβαρντ — (Harvard). Αμερικανικό πανεπιστήμιο με κύρια έδρα στο Καίμπριτζ (Μασαχουσέτη). Ιδρύθηκε το 1636 και είναι το αρχαιότερο και από τα μεγαλύτερα των ΗΠΑ· το 1639, πήρε την ονομασία X. προς τιμήν του Άγγλου φιλάνθρωπου Τζον Χάρβαρντ (Λονδίνο 1607… … Dictionary of Greek
Χοϊδάς — Επώνυμο οικογένειας της Κεφαλονιάς. 1. Γεώργιος (1772 – 1848). Σπούδασε νομικά στην Πάντοβα και αργότερα γεωπονία στη Βονωνία. Γύρισε στην Κεφαλονιά και στη διάρκεια του 1821 ενίσχυσε οικονομικά τα αποσπάσματα των συμπατριωτών του που πήραν μέρος … Dictionary of Greek
Χριστόδουλος Ακαρνάν — (Ξηρόμερο, Ακαρνανία 1733– Λειψία 1793). Λόγιος, δάσκαλος, ένας από τους μαχητικότερους και πλέον αδιάλλακτους οπαδούς των ιδεών του διαφωτισμού. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που μας δίνει ο επίσκοπος Πλαταμώνος Διονύσιος, ο πατέρας του X.… … Dictionary of Greek